- τελωνητής
- ὁ, Α [τελωνῶ]τελώνης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τελωνητάς — τελωνητά̱ς , τελωνητής masc acc pl τελωνητά̱ς , τελωνητής masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)